επίκαιρος


επίκαιρος
Προφορά

Ετυμολογία
επίκαιρος αρχαία ελληνική ἐπίκαιρος

Ερμηνεία
επίθετο┘ επίκαιρος -η, -ο

✦ που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο
✦ αυτός που αφορά σύγχρονα γεγονότα ή αναφέρεται σ’ αυτά: επίκαιρα σχόλια
✦ ο τοπικά κατάλληλος: ο εχθρός κατέλαβε επίκαιρες θέσεις
✦ καίριος, αποτελεσματικός
✦ πληθ. ουδ. τα επίκαιρα ως ουσ., ειδήσεις ή σχόλια, σχετικά με πρόσφατα γεγονότα

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανεπίκαιρος, παράταιρος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.