επένδυση
Προφορά
Ετυμολογία
επένδυση επενδύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η επένδυση
✦ επικάλυψη αντικειμένου με στρώμα από άλλο υλικό για ενίσχυση, προφύλαξη ή διακόσμηση
✦ φόδρα
✦ τοποθέτηση κεφαλαίων σε επιχείρηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–