εξωτερικός


εξωτερικός
Προφορά

Ετυμολογία
εξωτερικός αρχαία ελληνική ἐξωτερικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ εξωτερικός -ή, -ό

✦ που βρίσκεται έξω ή προς τα έξω
✦ ο έξω από τη χώρα
✦ που αναφέρεται στις σχέσεις με τις ξένες χώρες: εξωτερική πολιτική
(μτφ. ) που δεν πηγάζει από την ψυχή, που δεν έχει βάθος, επιπόλαιος
✦ εξωτερικός μαθητής, όχι οικότροφος

Συνώνυμα

Αντίθετα
εσωτερικός
Επιρρήματα
εξωτερικά (Κ εξωτερικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.