εξουσιοδοτώ


εξουσιοδοτώ
Προφορά

Ετυμολογία
εξουσιοδοτώ εξουσία + δίδωμι

Ερμηνεία
ρήμα εξουσιοδοτώ -είς, -εί

✦ παρέχω σε άλλον το δικαίωμα να προβεί σε ορισμένη ενέργεια για λογαριασμό μου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.