εξοικονομώ
Προφορά
Ετυμολογία
εξοικονομώ μεταγενέστερη ελληνική ἐξοικονομέω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εξοικονομώ -είς, -εί
✦ κατορθώνω να βρω τα αναγκαία, τα βολεύω
✦ δημιουργώ απόθεμα περιορίζοντας τη δαπανώμενη ποσότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–