εξεζητημένος


εξεζητημένος
Προφορά

Ετυμολογία
εξεζητημένος μτχ. παθ. πρκμ. του αρχαίου ελληνικού ἐκζητῶ

Ερμηνεία
εξεζητημένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) επιτηδευμένος, προσποιητός: εξεζητημένο φέρσιμο – ύφος

Συνώνυμα

Αντίθετα
-η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) επιτηδευμένος, προσποιητός: εξεζητημένο φέρσιμο – ύφος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.