εξαγορά


εξαγορά
Προφορά

Ετυμολογία
εξαγορά εξ + αγορά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εξαγορά

✦ η απαλλαγή από υποχρέωση ή η απόκτηση δικαιώματος έναντι πληρωμής: εξαγορά θητείας – προϋπηρεσίας
✦ απελευθέρωση με καταβολή λύτρων
(μτφ. ) προσεταιρισμός, απόκτηση εύνοιας με υλικά ανταλλάγματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.