εξέλιξη


εξέλιξη
Προφορά

Ετυμολογία
εξέλιξη αρχαία ελληνική ἐξέλιξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εξέλιξη

✦ ξετύλιγμα, ανάπτυξη
✦ (φιλοσοφ. – βιολ.) το φαινόμενο της μετάβασης από μια μορφή σε άλλη, συνθετότερη ή καλύτερη, με διαδοχικές μεταβολές
✦ βαθμιαία πρόοδος, διαμόρφωση με την πάροδο του χρόνου: όταν μιλούμε σήμερα για ελληνική παράδοση, βάζουμε στο νου μια πνευματική και ηθική εξέλιξη (Γ. Θεοτοκάς)
✦ (για πρόσ.) πρόοδος στον επαγγελματικό, κοινωνικό κτλ. τομέα
✦ (για νόσο) σειρά των διαδοχικών εκδηλώσεων των συμπτωμάτων
(μτφ. ) πρόοδος, πολιτισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.