εξάρτημα
Προφορά
Ετυμολογία
εξάρτημα μεταγενέστερη ελληνική ἐξάρτημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το εξάρτημα
✦ όργανο ή κομμάτι μηχανήματος
✦ (μτφ. ) πρόσωπο που εξαρτάται οικονομικά από κάποιον και υποστηρίζει τις αξιώσεις και τα συμφέροντά του
✦ (ανατ.) εξαρτήματα της μήτρας, οι σάλπιγγες και οι ωοθήκες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–