εντός
Προφορά
Ετυμολογία
εντός αρχαία ελληνική ἐντός
Ερμηνεία
└επίρρημα┘ εντός
✦ μέσα, στο εσωτερικό: εντός του κτιρίου
✦ κατά τη διάρκεια: εντός δύο ετών
✦ φρ. εντός μου, στην ψυχή μου: μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου (Γ. Βιζυηνός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
εκτός
Επιρρήματα
–