εντοπίζω


εντοπίζω
Προφορά

Ετυμολογία
εντοπίζω μεσαιωνική ελληνική ἐντοπίζω

Ερμηνεία
ρήμα εντοπίζω

✦ περιορίζω κάτι σ’ έναν τόπο: γίνονται προσπάθειες για να εντοπισθεί η πυρκαγιά
(μτφ. ) καθορίζω τον τόπο όπου βρίσκεται κάποιος ή κάτι: οι αρχές δεν κατόρθωσαν ακόμα να εντοπίσουν τους δράστες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.