ενοχή
Προφορά
Ετυμολογία
ενοχή μεσαιωνική ελληνική ἐνοχή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ενοχή
✦ η κατάσταση του ενεχόμενου σε κολάσιμη ή επιλήψιμη πράξη
✦ (ειδ.) η σχέση του νομικά υπόχρεου προς τον αντίδικό του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–