εννοώ
Προφορά
Ετυμολογία
εννοώ αρχαία ελληνική ἐννοέω -ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εννοώ -είς, -εί
✦ σκέφτομαι, διαλογίζομαι, έχω κατά νουν
✦ κατανοώ, καταλαβαίνω: δε σε εννοώ
✦ αξιώνω, θέλω επίμονα: εννοώ να γίνει αυτό που λέω
✦ θέλω να πω, υπονοώ: δεν κατάλαβα τι εννοούσε
✦ (το γ΄ πρόσ. παθητ.) εννοείται, είναι αυτονόητο, εξυπακούεται: εννοείται ότι η δουλειά θα προπληρωθεί
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–