ενθαρρυντικός
Προφορά
Ετυμολογία
ενθαρρυντικός ενθαρρύνω
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ενθαρρυντικός -ή, -ό
✦ που δίνει θάρρος: υπάρχουν ενθαρρυντικές ενδείξεις για την ανάκαμψη της οικονομίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αποθαρρυντικός
Επιρρήματα
ενθαρρυντικά (Κ ενθαρρυντικώς)