ενθάρρυνση


ενθάρρυνση
Προφορά

Ετυμολογία
ενθάρρυνση ενθαρρύνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ενθάρρυνση

✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ενθαρρύνω
✦ ενισχυτικός λόγος ή πράξη

Συνώνυμα

Αντίθετα
αποθάρρυνση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.