ενεργώ


ενεργώ
Προφορά

Ετυμολογία
ενεργώ αρχαία ελληνική ἐνεργῶ

Ερμηνεία
ρήμα ενεργώ -είς, -εί

✦ είμαι σε δράση
✦ εργάζομαι για να επιτύχω κάτι
✦ κάνω, εκτελώ, διεξάγω κάτι: ενεργώ έρευνα αγοράς
✦ συμπεριφέρομαι: δεν ενήργησε σωστά – ενεργώ κατά συνείδηση
✦ εργάζομαι για να επιτύχω κάτι: μας βεβαίωσε ότι ενεργεί για το διορισμό του παιδιού
✦ (για φάρμακο) έχω αποτελεσματική δράση, επιδρώ σημαντικά
✦ (μέσ.) ενεργούμαι, έχω κένωση
✦ μτχ. ενεργούμενο βλ. λ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.