ενεργητικός
Προφορά
Ετυμολογία
ενεργητικός αρχαία ελληνική ἐνεργητικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ενεργητικός -ή, -ό
✦ δραστήριος
✦ (για πράγματα) δραστικός, αποτελεσματικός
✦ (γραμμ.) που δηλώνει ενέργεια: ενεργητική διάθεση
✦ (εμπορ.) το ενεργητικό(ν) ως ουσ., όσα κατέχει κανείς ή έχει να λάβει (σε αντίθεση με το παθητικό(ν), όσα οφείλει)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
παθητικός
Επιρρήματα
ενεργητικά (Κ ενεργητικώς)