ενδεδειγμένος


ενδεδειγμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ενδεδειγμένος – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
ενδεδειγμένος

✦ -η, -ο μτχ. παθ. πρκμ. ως επίθ. βλ. ενδείκνυμαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.