ενήλικος


ενήλικος
Προφορά

Ετυμολογία
ενήλικος μεταγενέστερη ελληνική ἐνήλικος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ενήλικος -η, -ο

✦ αυτός που συμπλήρωσε τη νόμιμη ηλικία της αυτεξουσιότητας δηλ. το δέκατο όγδοο έτος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανήλικος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.