ενέργεια


ενέργεια
Προφορά

Ετυμολογία
ενέργεια αρχαία ελληνική ἐνέργεια

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ενέργεια

✦ δράση, πράξη, λειτουργία, κίνηση
✦ επίδραση, επενέργεια
✦ προσπάθεια για την επίτευξη ορισμένου σκοπού
✦ εκδήλωση διαθέσεων: εχθρική ενέργεια
✦ (φυσ.) η ικανότητα της παραγωγής έργου: μηχανική – ηλεκτρική – πυρηνική ενέργεια
✦ φρ. εν ενεργεία, η λ. για αξιωματικό που υπηρετεί στο στρατό (σε αντιδιαστολή προς την κατάσταση της διαθεσιμότητας, αργίας και αποστρατείας)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.