εμπιστεύομαι


εμπιστεύομαι
Προφορά

Ετυμολογία
εμπιστεύομαι μεταγενέστερη ελληνική ἐμπιστεύομαι

Ερμηνεία
ρήμα εμπιστεύομαι

✦ έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον: δεν τον εμπιστεύονται, γιατί έχει κάνει πολλές απάτες
✦ παραδίδω ή αναθέτω κάτι με εμπιστοσύνη: του εμπιστεύτηκαν μια δύσκολη αποστολή
✦ εκμυστηρεύομαι: του εμπιστεύθηκε το μυστικό του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.