εμπιστευτικός
Προφορά
Ετυμολογία
εμπιστευτικός εμπιστεύομαι
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εμπιστευτικός -ή, -ό
✦ που βασίζεται στην εμπιστοσύνη και την εχεμύθεια, που απαιτεί μυστικότητα και καλή πίστη: εμπιστευτική αποστολή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
εμπιστευτικά (Κ εμπιστευτικώς)