εμβέλεια
Προφορά
Ετυμολογία
εμβέλεια μεταγενέστερη ελληνική επίθετο ἐμβελής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εμβέλεια
✦ η μέγιστη απόσταση βολής
✦ (ειδ.) το σημείο ως το οποίο είναι δυνατή η λήψη των κυμάτων ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού πομπού
✦ (μτφ. ) ο χώρος ή τα πρόσωπα στα οποία ασκεί επίδραση πρόσωπο ή συλλογικό σώμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–