ελευθερία


ελευθερία
Προφορά

Ετυμολογία
ελευθερία αρχαία ελληνική ἐλευθερία

Ερμηνεία
ελευθερία

✦ ανεξαρτησία από κάθε βία ή επίδραση
✦ (ειδ.) η εθνική ή πολιτική ανεξαρτησία, αυτοτέλεια: θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία (Α. Κάλβος)
✦ το σύνολο των δικαιωμάτων του πολίτη σύμφωνα με τα συνταγματικά θέσμια
✦ άνεση, ευκινησία
✦ έλλειψη ηθικού περιορισμού

Συνώνυμα

Αντίθετα
δουλεία, σκλαβιά
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.