ελατήριο
Προφορά
Ετυμολογία
ελατήριο αρχαία ελληνική ἐλατήριον, └ουδ┘ του επιθέτου ἐλατήριος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ελατήριο
✦ ελικοειδές χαλύβδινο έλασμα σε πολλές χρήσεις, σούστα
✦ (μτφ. ) το αίτιο που ωθεί σε μια ενέργεια: τα ελατήρια του εγκλήματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–