ελαστικός
Προφορά
Ετυμολογία
ελαστικός └νεολατιν┘ elasticus
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ελαστικός -ή, -ό
✦ που έχει την ιδιότητα να εκτείνεται και να επανέρχεται στις αρχικές του διαστάσεις, όταν ελευθερωθεί από την τάση
✦ που δεν έχει σταθερές αρχές, που παρακάμπτει τους ηθικούς νόμους, ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις, που εύκολα λυγίζει: ελαστική συνείδηση
✦ (μτφ. ) υποχωρητικός
✦ (μτφ. ) ο χαρακτηριζόμενος από ευκινησία, από ελαφράδα: πέρασε ανάμεσα από τα τραπέζια με γοργό ελαστικό περπάτημα (Κ. Καζαντζάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–