ελάχιστος
Προφορά
Ετυμολογία
ελάχιστος αρχαία ελληνική ἐλάχιστος, υπερθ. βαθμός του μικρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ελάχιστος -η, -ο
✦ (Κ -ίστη, -ιστον) ο πάρα πολύ μικρός ή πάρα πολύ λίγος
✦ το ελάχιστο(ν) ως ουσ., πάρα πολύ μικρή ποσότητα ή μέγεθος
Συνώνυμα
μικρότατος, ολίγιστος
Αντίθετα
μέγιστος
Επιρρήματα
–