εκτυπωτής
Προφορά
Ετυμολογία
εκτυπωτής εκτυπώνω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο εκτυπωτής
✦ τεχνίτης, ειδικευμένος στην εκτύπωση
✦ (μτφρ. του αγγλικά printer) συσκευή με την οποία εκτυπώνονται σε χαρτί τα στοιχεία που έχει επεξεργασθεί ο ηλεκτρονικός υπολογιστής
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–