εκτρέπω
Προφορά
Ετυμολογία
εκτρέπω αρχαία ελληνική ἐκτρέπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εκτρέπω
✦ προκαλώ την έξοδο από τη θέση ή την πορεία, τρέπω προς άλλη κατεύθυνση
✦ εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την αρχική μου θέση ή πορεία
✦ (μτφ. ) παρασύρομαι σε κάτι άτοπο: εκτράπηκε σε βρισιές
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–