εκπληκτικός


εκπληκτικός
Προφορά

Ετυμολογία
εκπληκτικός αρχαία ελληνική ἐκπληκτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ εκπληκτικός -ή, -ό

✦ που προκαλεί έκπληξη, ξάφνιασμα: εκπληκτική τύχη
✦ καταπληκτικός, έξοχος: ήταν εκπληκτικός στο ρόλο του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εκπληκτικά (Κ εκπληκτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.