εκπαίδευση
Προφορά
Ετυμολογία
εκπαίδευση εκπαιδεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εκπαίδευση
✦ η ανάπτυξη των σωματικών, διανοητικών και ηθικών δυνάμεων του παιδιού, ανατροφή
✦ η μόρφωση που αποκτάται με τη διδασκαλία, η παιδεία
✦ καθένα από τα στάδια της μόρφωσης που παρέχεται στο σχολείο
✦ (στρατ.) εκγύμναση στα όπλα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–