εκμεταλλεύομαι
Προφορά
Ετυμολογία
εκμεταλλεύομαι μεταγενέστερη ελληνική ἐκμεταλλεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εκμεταλλεύομαι
✦ εξάγω μεταλλεύματα
✦ (γεν.) αξιοποιώ πλουτοφόρα πηγή
✦ (μτφ. ) αντλώ κέρδη, νόμιμα ή αθέμιτα
✦ επωφελούμαι από τα αισθήματα, τις αδυναμίες κάποιου: εκμεταλλεύτηκα την αγάπη σου… υπάρχει στη στάση μου απέναντί σου κάποια απάτη (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–