εκμετάλλευση
Προφορά
Ετυμολογία
εκμετάλλευση εκμεταλλεύομαι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εκμετάλλευση
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του εκμεταλλεύομαι
✦ η αξιοποίηση πλουτοφόρας πηγής, η αποκόμιση θεμιτού ή αθέμιτου κέρδους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–