εκκεντρικός
Προφορά
Ετυμολογία
εκκεντρικός εκ + κεντρικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ εκκεντρικός -ή, -ό
✦ για σημείο, που βρίσκεται έξω ή σε απόσταση από το κέντρο
✦ (μτφ. ) αυτός που η εμφάνιση, συμπεριφορά, αντιλήψεις δεν συμφωνούν με τις συνήθεις, που υιοθετεί τρόπους που διαφέρουν από τους συνήθεις, ιδιότροπος, αλλόκοτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
εκκεντρικά (Κ εκκεντρικώς)