εκεχειρία
Προφορά
Ετυμολογία
εκεχειρία αρχαία ελληνική ἐκεχειρία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εκεχειρία
✦ προσωρινή διακοπή των εχθροπραξιών με κοινή συμφωνία των εμπολέμων
✦ (μτφ. ) προσωρινή παύση των οποιωνδήποτε διενέξεων
Συνώνυμα
ανακωχή
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–