εισβολέας


εισβολέας
Προφορά

Ετυμολογία
εισβολέας εισβάλλω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εισβολέας

✦ αυτός που εισβάλλει, που περνά δια της βίας σε ξένο έδαφος, σε περιοχή ή χώρο που δεν του ανήκει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.