εισάγω


εισάγω
Προφορά

Ετυμολογία
εισάγω αρχαία ελληνική εἰσάγω

Ερμηνεία
ρήμα εισάγω

✦ φέρνω μέσα, μπάζω
✦ (για εμπορεύματα) φέρνω από το εξωτερικό
✦ καθιερώνω: θέλησε να εισαγάγει νέους τρόπους συμπεριφοράς
✦ παρουσιάζω, προτείνω: η αντιπολίτευση θα εισαγάγει νομοσχέδια για την παιδεία
✦ (μέσ.) εισάγομαι, γίνομαι δεκτός: δεν κατάφερε να εισαχθεί σε ανώτατη σχολή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.