εικονικός


εικονικός
Προφορά

Ετυμολογία
εικονικός μεταγενέστερη ελληνική εἰκονικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ εικονικός -ή, -ό

✦ που γίνεται κατ’ εικόνα, παραστατικός
✦ φαινομενικός
✦ πλασματικός, όχι πραγματικός: εικονικός γάμος
✦ υποθετικός
✦ (μτφρ. του αγγλικά virtual) όρος της πληροφορικής για να χαρακτηρίσει μια κατάσταση η οποία δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, αλλά υποδύεται την πραγματικότητα με τη βοήθεια του λογισμικού και των ανάλογων συσκευών: να κάνεις τη δουλειά σου μακριά από το γραφείο σου, με τον υπολογιστή να λειτουργεί σαν εικονικό γραφείο. Εικονική κοινωνικότητα. Εικονικό ταξίδι. Εικονικός έρωτας. Μήπως πρόκειται για ένα τελείως καινούργιο είδος πραγματικότητας; (Experiment)
✦ εικονική πραγματικότητα (μτφρ. του αγγλικά virtual reality) η δημιουργία από το λογισμικό και τις ανάλογες συσκευές μιας εικόνας ή περιβάλλοντος που μπορεί να φαίνονται στις αισθήσεις ως πραγματικά

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανεικονικός
Επιρρήματα
εικονικά (Κ εικονικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.