ειδικός


ειδικός
Προφορά

Ετυμολογία
ειδικός αρχαία ελληνική εἰδικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ειδικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος σε ορισμένο είδος ή ορισμένη περίσταση, που έχει ορισμένο σκοπό ή προορισμό: ειδικές γνώσεις – ειδικά μέτρα – ειδικοί μηχανισμοί
✦ (για πρόσ.) ο έμπειρος, εκπαιδευμένος σε ορισμένο τομέα της γνώσης, σε ιδιαίτερο κλάδο επιστήμης, τέχνης κτλ.

Συνώνυμα

Αντίθετα
γενικός
Επιρρήματα
ειδικά (Κ ειδικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.