εθισμένος


εθισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
εθισμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος εθίζω• πρβλ. └αγγλ┘addicted

Ερμηνεία
εθισμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που έχει αποκτήσει εθισμό (βλ. λ.) σε κάτι, που χρειάζεται να παίρνει ναρκωτικές ή διεγερτικές ουσίες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.