εγχειρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
εγχειρίζω αρχαία ελληνική ἐγχειρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εγχειρίζω
✦ δίνω κάτι στα χέρια κάποιου: του ενεχείρισε επιστολή – επιταγή
✦ κάνω εγχείρηση, χειρουργώ: η κατάσταση ήταν προχωρημένη και ο γιατρός αρνήθηκε να τον εγχειρίσει
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–