εγκόλπιος


εγκόλπιος
Προφορά

Ετυμολογία
εγκόλπιος αρχαία ελληνική ἐγκόλπιος

Ερμηνεία
εγκόλπιος

✦ -α κ. -ος, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) ο φερόμενος ή τοποθετούμενος στο στήθος
✦ ουδ. εγκόλπιο ως ουσ. βλ. λ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.