εγκλωβίζω


εγκλωβίζω
Προφορά

Ετυμολογία
εγκλωβίζω εν + κλωβός

Ερμηνεία
ρήμα εγκλωβίζω

✦ κλείνω σε κλουβί
✦ κλείνω σε περιορισμένο χώρο
✦ απομονώνω εχθρικό τμήμα ή έδαφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.