εγκιβωτισμός


εγκιβωτισμός
Προφορά

Ετυμολογία
εγκιβωτισμός εγκιβωτίζω• απόδοση του └γερμ┘ Einschachtelung

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο εγκιβωτισμός

✦ τοποθέτηση σε κιβώτιο
✦ (τεχν.) αποκλεισμός του νερού με στεγανό περίφραγμα για θεμελίωση έργου
✦ (τεχν.) μέθοδος θεμελίωσης έργου στο βυθό θαλασσών, λιμνών ή στην κοίτη ποταμού με χρησιμοποίηση καταδυόμενων κιβωτίων
✦ (λογοτ.) το να περιλαμβάνεται μια αφήγηση μέσα σε άλλη αφήγηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.