εγκαταλείπω
Προφορά
Ετυμολογία
εγκαταλείπω αρχαία ελληνική ἐγκαταλείπω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ εγκαταλείπω
✦ αφήνω κάποιον ή κάτι στην τύχη του, παύω να φροντίζω: έφτασε στο σημείο να εγκαταλείψει τα παιδιά του
✦ απομακρύνομαι για πάντα από κάποιον τόπο: εγκατέλειψε το χωριό του, πριν ακόμα ξεσκολίσει
✦ παραιτούμαι: αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του
✦ (γεν.) αφήνω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–