εγκαιρότητα
Προφορά
Ετυμολογία
εγκαιρότητα έγκαιρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η εγκαιρότητα
✦ η ιδιότητα του έγκαιρου, το να γίνεται κάτι στην κατάλληλη στιγμή: η εγκαιρότητα της μεσολαβήσεως απομάκρυνε τον κίνδυνο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–