εγκαθιστώ


εγκαθιστώ
Προφορά

Ετυμολογία
εγκαθιστώ αρχαία ελληνική ἐγκαθίστημι

Ερμηνεία
ρήμα εγκαθιστώ -άς, -ά

✦ τοποθετώ κάποιον ή κάτι σ’ έναν τόπο: εγκατέστησαν φρουρούς στις τράπεζες
✦ καθιστώ, διορίζω
✦ επικυρώνω με επίσημη πράξη την ανάληψη καθηκόντων από υπάλληλο
✦ (για πολίτευμα) εγκαθιδρύω
✦ (μέσ.) εγκαθίσταμαι, μένω μόνιμα κάπου: εγκαταστάθηκαν στο χωριό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.