εγκάρσιος


εγκάρσιος
Προφορά

Ετυμολογία
εγκάρσιος αρχαία ελληνική ἐγκάρσιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ εγκάρσιος -ια, -ιο

✦ που τέμνει το μήκος ή το πλάτος
✦ λοξός, πλάγιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
εγκάρσια (Κ εγκαρσίως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.