εγγύηση


εγγύηση
Προφορά

Ετυμολογία
εγγύηση αρχαία ελληνική ἐγγύησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η εγγύηση

✦ υπόσχεση, διαβεβαίωση
✦ (ειδ.) χρηματική ή άλλη υλική εξασφάλιση έναντι αναλαμβανόμενης υποχρεώσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.