είσοδος
Προφορά
Ετυμολογία
είσοδος αρχαία ελληνική εἴσοδος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η είσοδος
✦ η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εισέρχομαι
✦ το μέρος απ’ όπου μπαίνει κανείς
✦ εισδοχή, πρώτη συμμετοχή: η είσοδος της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ.
✦ (χρον.) μετάβαση: είσοδος σε νέα φάση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
έξοδος
Επιρρήματα
–